- μελισσηδόν
- μελισσηδόν (Μ)επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek